-
1 ниже
ниже 1. (сравн. ст. от низкий) χαμηλότερος 2. (сравн. ст. от низко) χαμηλότερα, πιο κάτω 3) (менее) κάτω από· сегодня 10 градусов \ниже нуля σήμερα έχουμε δέκα βαθμούς κάτω από το μηδέν* * *1. сравн. ст. от низкий 2. сравн. ст. от низкоχαμηλότερα, πιο κάτω3.( менее) κάτω απόсего́дня 10 гра́дусов ни́же нуля́ — σήμερα έχουμε δέκα βαθμούς κάτω από το μηδέν
-
2 минус
минус м 1) мат. 4 μείον, πλην 2) (о температуре): сегодня \минус 20° С σήμερα έχουμε είκοσι ( βαθμούς) κάτω από το μηδέν Κελσίου* * *м1) мат. μείον, πλην2) ( о температуре)сего́дня ми́нус 20° С — σήμερα έχουμε είκοσι (βαθμούς) κάτω από το μηδέν Κελσίου
-
3 мороз
мороз м η παγωνιά, ο παγετός" сегодня десять градусов \мороза σήμερα έχουμε δέκα βαθμούς κάτω από το μηδέν* * *мη παγωνιά, ο παγετόςсего́дня де́сять гра́дусов моро́за — σήμερα έχουμε δέκα βαθμούς κάτω από το μηδέν
-
4 нуль
нуль см. ноль· ниже (выше) \нулья κάτω ( πάνω) από το μηδέν* * *см. нольни́же (вы́ше) нуля́ — κάτω (πάνω) από το μηδέν
-
5 плюс
плюс м 1) мат. το συν 2) (о температуре): сегодня \плюс десять градусов σήμερα έχουμε δέκα βαθμούς πάνω από το μηδέν* * *м1) мат. το συν2) ( о температуре)сего́дня плюс де́сять гра́дусов — σήμερα έχουμε δέκα βαθμούς πάνω από το μηδέν
-
6 тепло
I тепло Ι 1. нареч. θερμά, ζεστά* \тепло одеться φορώ (ила ντύνομαι) ζεστά* \тепло встретить кого-л. υποδέχομαι θερμά κάποιον 2, предик, κάνει ζέστη; сегодня \тепло σήμερα κάνει ζέστη; мне \тепло ζεσταίνομαι II тепло II с η ζέστη, η ζεστασιά; сегодня два градуса \теплоа σήμερα έχουμε δύο βαθμούς πάνω από το μηδέν держать в \теплое κρατώ στη ζεστασιά* * *I 1. нареч.θερμά, ζεστάтепло́ оде́ться — φορώ ( или ντύνομαι) ζεστά
2. предик.тепло́ встре́тить кого́-л. — υποδέχομαι θερμά κάποιον
сего́дня тепло́ — σήμερα κάνει ζέστη
II смне тепло́ — ζεσταίνομαι
η ζέστη, η ζεστασιάсего́дня два гра́дуса тепла́ — σήμερα έχουμε δύο βαθμούς πάνω από το μηδέν
держа́ть в тепле́ — κρατώ στη ζεστασιά
-
7 выше
выше1. (сравнит, ст. от высокий и высоко) (ὐ)ψηλότερα, πιό ψηλά, πάνω, παραπάνω:\выше ростом πιό (ὐ)ψηλός στό ἀνάστημα· \выше головы πάνω ἀπ' τό κεφάλί2. нареч (сверх) ἄνω, πάνω, πέραν, παραπάνω:температу́ра \выше нули θερμοκρασία πάνω ἀπό τό μηδέν' дети десяти лет и \выше παιδιά δέκα ἐτῶν καί ἄνω· э́то \выше моих сил εἶναι ὑπεράνω τῶν δυνάμεων μου· ◊ быть \выше чего-л. εἶμαι ὑπεράνω· как сказано \выше ὀπως είπώθηκε παραπάνω· выше ста рублей παραπάνω (или πάνω) ἀπό ἐκατό ρούβλια· э́то \выше моих сил αὐτό ξεπερνάει (или εἶναι πάνω ἀπό) τις δυνάμεις μου, αὐτό εἶναι πέραν τῶν δυνάμεων μου. -
8 колебать
-блю, -блешь, προστκ. колебли;επιρ. μτχ. колебляρ.δ. μ.1. κλονίζω, κουνώ, σείω• δονώ, κραδαίνω, πάλλω• ταλαντεύω•ветер -ет деревья ο άνεμος κλονίζει τα δέντρα.
2. μτφ. χαλαρώνω ή χειροτερεύω μια κατάσταση•колебать устои государства κλονίζω τα θεμέλια του κράτους•
колебать авторитет κλονίζω το κύρος.
1. κλονίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. μτφ. (δια)κυμαίνομαι, μεταβάλλομαι, αυξομειώνομαι•цены на продукты -ются οι τιμές στα τρόφιμα δεν είναι σταθερές•
температура воздуха -ется от 12 до 22 гр. тепла η θερμοκρασία του αέρα κυμαίνεται από 12 ως 22 βαθ. πάνω από το μηδέν.
3. μτφ. διστάζω, ενδοιάζω, αμφιβάλλω, ταλαντεύομαι. -
9 минус
-а α.1. (μαθ.) πλην, μείον.2. άκλ. αφαιρουμένου•пять минус два равно трём από τα πέντε να αφαιρέσομε δύο μένουν τρία.
(μαθ.) το σημείο του πλην (-).3. ελάττωμα, μειονέκτημα.4. σχολικός βαθμός αδύνατος (λίγο κατώτερος του σημειωνόμενου)•этот ученик получил четыре с -ом αυτός ο μαθητής πήρε τέσσερα αδύνατο (4 -).
κάτω του μηδενός•утром было - 22 градуса το πρωί η θερμοκρασία ήταν 22 βαθμούς κάτω από το μηδέν.
-
10 мороз
-а α.1. κρύο, ψύχος πάγος•крепкий мороз δυνατό κρύο, παγετός, παγωνιά•
трескучий мороз διαβολεμένο κρύο•
сильный мороз δριμύ ψύχος.
|| ψύχος κάτω του μηδενός•четыре градуса -а τέσσερις βαθμούς κάτω από το μηδέν.
2. ψύχρα, ψυχρός καιρός.εκφρ.мороз по коже ή по спине подирает ή дерт, пробегает – ανατριχιάζω (από κρύο, φόβο)•ударили -ы – έπεσαν κρύα•стоят сильные -ы – κάνει δριμύ ψύχος. -
11 ниже
ниже 11. συγκρ. β. του επ. низкий κ. του επιρ. низко.2. κάτω κατωτέρω•ниже истоков κάτω των πηγών.
3. (για βιβλία κ.τ.τ.) παρακάτω, πιο κάτω, κατωτέρω. || υπό, κάτω•колена κάτω από το γόνατο.
εκφρ.ниже достоинства – δεν ταιριάζει, υποτιμά, μειώνει την αξιοπρέπεια•ниже нуля – κάτω από το μηδέν.ниже 2σύνδ. συμπλ. (σε αρνητ. προτάσεις)• ακόμα όχι (ούτε). -
12 тепло
тепл||о Iс ἡ ζέστη, ἡ ζεστασιά, ἡ θερμότητα:количество \теплоа τό ποσό θερμό-τητος· сегодня десять градусов \теплоа ἡ θερμοκρασία εἶναι σήμερα δέκα βαθμοί πάνω ἀπό τό μηδέν сидеть в \теплое κάθομαι στή ζεστασιά.тепло II1. нареч ζεστά/ перен θερμά, ἐνθερμα, ἐγκάρδια:одеваться \тепло ντύνομαι ζεστά· \тепло встретить кого-л. ὑποδέχομαι κάποιον θερμά·2. предик безл κάνει ζέστη/ αἰσθάνομαι θαλπωρή, νοιώθω ζεστασιά:в комнате \тепло στό δωμάτιο κάνει ζέστη· сегодня \тепло σήμερα εἶναι ζεστή μέρα· мне \тепло ζεσταίνομαι. -
13 ниже
ниже1. сравнит, ст. от низкий κατώτερος, χαμηλότερος / πιό κοντός (о росте)/ χαμηλότερος (о звуке)·2. сравнит, ст. от низко πιό κάτω, χαμηλότερα·3. предлог ὑπό, κάτω ἀπό:пять градусов \ниже нуля πέντε βαθμοί ὑπό τό μηδέν ◊ \ниже среднего κάτω ἀπό τό μέτριο, κατώτερο τοῦ μετρίου· \ниже всякой критики δέν ἀντέχει σέ καμμιά κριτική· это \ниже моего достоинства ἀπαξιώ νά... -
14 нуль
το μηδέντο μηδενικόабсолютный - απόλυτο - (-273°С)- глубин (геод.карт.) - του βάθους/βυθούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > нуль
-
15 положение
1. (расположение в пространстве, местонахождение) η θέση, το στίγμα 2. (место, роль отдельного человека в обществе) η θέση 3. (состояние, обусловленное какими-л. обстоятельствами) η κατάστασ/ηфинансовое - см. экономическое -4. (обстановка общественной жизни) η κατάσταση 5. (свод правил, законов по определенному вопросу) о κανονισμός, о κώδικας 6 (утверждение, мысль, тезис) η θέση, το αξίωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > положение
-
16 состояние
1. (положение, в котором кто-, что-л. находится) η κατάστασηзародышевое - см. эмбриональное -рабочее - σε - εργα-σίας/λειτουργίαςсверхпроводящее - σε - υπεραγωγιμότητας, υπε-ραγώγιμη -стационарное - στατική -, στάσιμη -тяжёлое - (больного) σοβαρή - (του/της ασθενούς)физическое - мед. φυσική -- цен на рынке (эк.торг.) - τιμών στην αγορά2. (капитал, имущество) η περιουσία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > состояние
-
17 ничто
ничего, ничему, ничем, ни о чём, αντων. αρνητ.τίποτε, ουδέν, μηδέν, κανέν•это ничто не значет αυτό δε σημαίνει τίποτε,δεν έχει καμιά σημασία•
это ничему не мешает αυτό δε μποδίζει σε τίποτε•
это ничем ни кончилось αυτό δεν κατέληξε σε τίποτε•
ни о чём не думать μη σκέφτεσαι για τίποτε•
он ничем недоволен αυτός δεν ευχαριστιέται με τίποτε.
εκφρ.ничего не бывало – παλ. βλ. ничуть (не бывало)•ничего не поделаешь ή не попишешь – δεν μπορείς να κάνεις κι αλλιώς•из ничего делать – φτιάχνω από (με) το τίποτε•превратиться (обратить(ся) в ничего – γίνομαι στάχτη, καταστρέφομαι τελείως, εξάφανίζομαι.
См. также в других словарях:
μηδέν — το ενός 1. κάτι που δεν υπάρχει, η ανυπαρξία, το τίποτα: Έγινε πλούσιος από το μηδέν. 2. αυτό που δεν έχει καμιά αξία: Έγινε πολύς θόρυβος για το μηδέν. 3. το αριθμητικό σύμβολο 0, το μηδενικό: Πήρε μηδέν στο διαγώνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μηδέν — Μαθηματικός όρος που χρησιμοποιείται στην αριθμητική. Δηλώνει το ουδέτερο στοιχείο της πρόσθεσης και συμβολίζεται με το σύμβολο 0 (ισχύει, δηλαδή, α + 0 = α για οποιονδήποτε αριθμό της αριθμητικής α). Γενικότερα στην άλγεβρα, αν ένα σύνολο είναι… … Dictionary of Greek
εντροπία — Θερμοδυναμικό μέγεθος. Μεταφράζει σε μαθηματική μορφή τις συνέπειες του δεύτερου θερμοδυναμικού αξιώματος, σύμφωνα με το οποίο η ολοκληρωτική μετατροπή της θερμότητας σε μηχανικό έργο είναι αδύνατη. Από τις πρώτες εμπειρικές γνώσεις, βασισμένες… … Dictionary of Greek
αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
χιόνι — Χαρακτηριστικό στερεό ατμοσφαιρικό κατακρήμνισμα, που αποτελείται από συσσωρεύσεις παγοκρυστάλλων, οι οποίοι, με παρουσία πυρήνων συμπύκνωσης, σχηματίζονται στο εσωτερικό ενός νέφους εξαιτίας της παγοποίησης των υδροσταγονιδίων που το αποτελούν ή … Dictionary of Greek
Σαουδική Αραβία — Κράτος στη Μέση Ανατολή. Βρέχεται στα Α και Δ από τον Περσικό Κόλπο και την Ερυθρά Θάλασσα αντίστοιχα και στα Ν από την Αραβική Θάλασσα.H εδαφική επικράτεια της Σαουδικής Aραβίας, που παλιά προσδιοριζόταν πολύ άοριστα ως Zαζιράτ αλ Aράμπ, δηλαδή… … Dictionary of Greek
Λουξεμβούργο — I Κράτος της κεντροδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με τη Γερμανία, στα Ν με τη Γαλλία, στα Δ και στα Β με το Βέλγιο.Το έδαφος του Λ. περιλαμβάνεται στα σύνορα που καθορίστηκαν το 1839, όταν η χώρα έχασε το δυτικό τμήμα της, πεδινό κατά το… … Dictionary of Greek
άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… … Dictionary of Greek
υπαρξισμός — (existentialisme). Σύγχρονο φιλοσοφικό ρεύμα, που παίρνει το όνομά του από την αντίληψη ότι η φιλοσοφία δεν είναι αντικειμενική ή θεωρητική επιστήμη, αδιάφορη για την ύπαρξη του ανθρώπου που τη δημιουργεί, αλλά αντίθετα συνδέεται αδιάσπαστα με… … Dictionary of Greek
Αραβική χερσόνησος — Χερσόνησος (3.000.000 τ. χλμ., 48.000.000 κάτ. το 2000) της νοτιοδυτικής Ασίας, περιοχή άξενη και ανεξιχνίαστη, που για πολύ καιρό εξακολούθησε να περιβάλλεται από μυστήριο, όπως και οι κάτοικοί της, οι Άραβες. Γιαζιράτ αλ Αράμπ (νησί των… … Dictionary of Greek